- συμφεροντολόγος
- ο, θηλ. συμφεροντολόγα, Ναυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, ιδιοτελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρον, -οντος + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφεροντολόγος — ο θηλ. α αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφεροντολογία — η, Ν το να είναι κανείς συμφεροντολόγος, ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφεροντολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
συμφεροντολογώ — έω, Ν [συμφεροντολόγος] είμαι συμφεροντολόγος, ενεργώ συμφεροντολογικά … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… … Dictionary of Greek
ιδιοτελής — ές αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος. επίρρ... ιδιοτελώς συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τελής (< τέλος), πρβλ. ημι τελής, λυσι τελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην … Dictionary of Greek
ιδιωφελής — ές (Α ἰδιωφελής, ές) ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια νεοελλ. αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
κατσούτσης — ο 1. σκωπτική προσωνυμία τών Αλβανών 2. ο πολύ συμφεροντολόγος … Dictionary of Greek
κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] … Dictionary of Greek
συμφεροντολογικός — ή, ό, Ν [συμφεροντολόγος] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον συμφεροντολόγο. επίρρ... συμφεροντολογικά με τον τρόπο που ταιριάζει στον συμφεροντολόγο, με επιδίωξη μόνο τού προσωπικού συμφέροντος … Dictionary of Greek